- σιαλωμα
- σιάλωμα-ατος (ᾰλ) τό металлический обод щита
(σιδηροῦν σ. Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σιδηροῦν σ. Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σιάλωμα — ornamental shield rim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιάλωμα — ώματος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) το περιφερειακό διακοσμητικό τμήμα τής ασπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιγάλωμα με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] … Dictionary of Greek
σιαλώματα — σιάλωμα ornamental shield rim neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαλώματι — σιάλωμα ornamental shield rim neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)